χαΐρι

χαΐρι
το, Ν
1. προκοπή, ευδοκίμηση («δεν θα κάνει χαΐρι αυτό το παιδί»)
2. νοικοκυροσύνη
3. φρ. «χαΐρι και προκοπή να μη δεις»
(ως κατάρα) να δυστυχήσεις στη ζωή σου
4. παροιμ. «στραβά πας, κάβουρα, μα δες και το χαΐρι σου» — δηλώνει ότι οι στρεψόδικοι δεν πετυχαίνουν αυτά που θέλουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hayir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαΐρι — το (λ. τουρκ.) 1. προκοπή: Δεν έκαμε χαΐρι εκεί που πήγε. 2. φρ., «Χαΐρι και προκοπή να μη δεις», για να καταραστούμε κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαῖρ' — Χαῖρι , Χαίρις masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχαΐρευτος — η, ο [χαΐρι] 1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος 2. ο άτυχος, ο κακότυχος 3. δύστροπος, κακός 4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος 5. το ουδ. ως ουσ. (ευφημ.) το αχαΐρευτο το γεννητικό όργανο …   Dictionary of Greek

  • Σαϊμπανίδες — οι, Ν ουζμπεκική δυναστεία τής κεντρικής Ασίας, την οποία ίδρυσε ο Αμπού αλ Χαϊρί και επανέφερε στο θρόνο ο Μουχάμαντ Σαϊμπανί και η οποία βασίλευσε στην Υπερωξειανή από το 1450 ώς το 1599 …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • μη — και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά) (αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ …   Dictionary of Greek

  • προκοπή — η, ΝΜΑ [προκόπτω] 1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.) 2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί) υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • αχαΐρευτος — η, ο αυτός που δε βλέπει χαΐρι, προκοπή, ο άτυχος, ο ανεπρόκοπος: Έφυγε ο αχαΐρευτος από τη δουλειά που του είχαμε βρει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”